- διόρθωμα
- τοη επισκευή, η απαλλαγή από λάθη: Το γραπτό χρειάζεται διόρθωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διόρθωμα — making straight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διόρθωμα — το (AM διόρθωμα) [διορθώ] 1. τακτοποίηση, αποκατάσταση στην ορθή θέση 2. απάλειψη σφαλμάτων, συμπλήρωση κενών, βελτίωση νεοελλ. 1. επισκευή, επιδιόρθωση 2. τιμωρία αρχ. 1. όργανο ή μέσο για διόρθωση 2. (για νόμο) τροποποίηση … Dictionary of Greek
διορθωμάτων — διόρθωμα making straight neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθώματα — διόρθωμα making straight neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθώματι — διόρθωμα making straight neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διορθώματος — διόρθωμα making straight neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επανόρθωση — η 1. η ανόρθωση ξανά, η επαναφορά πράγματος στην προηγούμενη θέση του, αναστήλωση. 2. μτφ., διόρθωση λάθους, ανασκευή ανακρίβειας, διόρθωμα. 3. αποζημίωση, υλική ή ηθική ικανοποίηση. 4. σχήμα λόγου, με το οποίο ο ομιλητής διορθώνει λέξη ή φράση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλυτέρεμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καλυτερεύω, διόρθωμα, φτιάξιμο: Δε βλέπω καλυτέρεμα της υγείας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλυτέρευση — η βελτίωση, διόρθωμα, φτιάξιμο: Η μετεωρολογική υπηρεσία μίλησε για καλυτέρευση του καιρού από αύριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)